- κεραύνους
- κεραυνόωstrike with thunderboltsimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κεραυνούς — Κεραυνός thunderbolt masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνούς — κεραυνός thunderbolt masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηστηροδόχος — ον, Α αυτός που δέχεται κεραυνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρηστήρ «θύελλα συνοδευόμενη από κεραυνούς» + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος] … Dictionary of Greek
Κύκλωπας — ο (AM Κύκλωψ, ωπος) 1. ο μονόφθαλμος γίγαντας Πολύφημος, γιος τής νύμφης Θόωσας, που αναφέρεται στην Οδύσσεια 2. στον πληθ. οι Κύκλωπες ονομασία φυλής τερατόμορφων μονόφθαλμων όντων τής αρχαίας μυθολογίας που κατοικούσαν σε νησί τού Αδριατικού… … Dictionary of Greek
Σεμέλη — I Αρχαία ελληνική θεότητα, χθόνιας φύσης. Θρακικής πιθανόν καταγωγής, στην Ελλάδα συσχετίστηκε με τη λατρεία του Διονύσου και κατά τη θηβαϊκή παράδοση θεωρήθηκε κόρη του ιδρυτή των Θηβών Κάδμου και της Αρμονίας. Ήταν ερωμένη του Δία και απ’ αυτόν … Dictionary of Greek
αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα … Dictionary of Greek
αμφήκης — ἀμφήκης, ες (Α) 1. δίκοπος, δίστομος, ακονισμένος κι από τις δύο μεριές, κοφτερός 2. (για αστραπές και κεραυνούς) οξύς, διαπεραστικός 3. (για χρησμούς) διφορούμενος, αμφίβολος 4. φρ. «ἀμφήκης γλῶσσα», γλώσσα που κόβει κατά δύο τρόπους, που μπορεί … Dictionary of Greek
αργικέραυνος — ἀργικέραυνος, ον (Α) (επίθετο του Δία) αυτός που ρίχνει κεραυνούς που αστράφτουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + κεραυνος < κεραυνός(πρβλ. εγχεικέραυνος, τερπικέραυνος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βροντησικέραυνος — βροντησικέραυνος, ον (Α) (για τα σύννεφα) εκείνος που φέρνει βροντές και κεραυνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντησι < βροντώ + κεραυνός < κεραυνός (πρβλ. τερψίμβροτος)] … Dictionary of Greek
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek